- συμφοίτηση
- η / συμφοίτησις, -ήσεως, ΝΑ [συμφοιτῶ]νεοελλ.ταυτόχρονη φοίτηση στην ίδια ανώτερη ή ανώτατη σχολήαρχ.1. η σύγχρονη φοίτηση στο ίδιο διδασκαλείο2. το να συχνάζει κανείς στη σύγκλητο3. (για ζώα) συνουσία.
Dictionary of Greek. 2013.